- τροχιστήρι(ον)
- τό1) точильная мастерская; 2) напильник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχιστήρι — το λίμα με την οποία ακονίζουν πρόχειρα μεγάλα μαχαίρια κρεοπωλείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχιστήριο — και τροχιστήρι, το, Ν 1. τροχείο 2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. τήρι(ο)*] … Dictionary of Greek